- ημιπεριβολή
- ηστρ. οχυρωματικό έργο με τρεις πλευρές, από τις οποίες η μεσαία είναι κάθετη προς την πιθανή κατεύθυνση τής εχθρικής προσβολής, ενώ οι άλλες δύο που βρίσκονται εκατέρωθεν τής μεσαίας είναι τοποθετημένες πλαγίως.
Dictionary of Greek. 2013.